- θεομπαίχτης
- ο, θηλ. θεομπαίχτρα και θεομπαίχτισσα1. αυτός που εμπαίζει τον θεό και τα θεία, ο ασεβής2. ο απατεώνας, ο κακοήθης που υποκρίνεται τον ευσεβή για να αποκομίζει ατομικά κέρδη.[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + -μπαίχτης (< εμ-παίκτης < εμ-παίζω), τ. που απαντά μόνο στο παρόν συνθ. ουσιαστικό].
Dictionary of Greek. 2013.